ΣΑΝΤΟΡΙΝΗ

Η Σαντορίνη είναι ένας τόπος δυνατός, ζεστός,
γεμάτος ενέργεια, μνήμες, ιστορία και μυστήριο. H Σαντορίνη με τα
γκρίζα ακρογιάλια και τις πολυσύχναστες παραλίες, με τους γαλάζιους
τρούλους και τα μικρά παράθυρα να ατενίζουν στο Αιγαίο και τους
μοναχικούς ξερικούς αμπελώνες, με τα άνυδρα κηπευτικά, στέκεται
εκεί, στην άκρη των νότιων Κυκλάδων, μ’ένα μοναδικό χρώμα και
άρωμα.

Περπατώντας ανάμεσα στα καλοκαιρινά περιβόλια θα
αναρωτηθείτε πώς αυτή η ξερή και άνυδρη «ξερακιανή» γη, παράγει
γεννήματα λιγοστά μα νόστιμα, γεμάτα άρωμα: άσπρα μελιτζανάκια σαν
το μέλι, ντοματάκια κατακόκκινα με υπόξινη γλύκα, φάβα κατακίτρινη
και φημισμένη σε ολόκληρη την Ελλάδα.

Θήρα η αρχαία ονομασία, Σαντορίνη το όνομα που
έδωσαν οι ενετοί κατακτητές. Η Σαντορίνη συνεπαίρνει τον επισκέπτη
με την ιδιάζουσα κομψή αρχιτεκτονική της, με τα λαξευμένα υπόσκαφα
και τα διώροφα, από μαύρη ηφαιστειακή πέτρα καπετανόσπιτα, με τους
οικισμούς της, κουρνιασμένους στα ύψη απόκρυμνων βράχων.

Το νησί έχει μια έμφυτη ροπή προς τις εκπλήξεις. Πρόσφατα, στα
έγκατα του Ακρωτηρίου ανακάλυψαν τα, προ εκρήξεως, θαυμαστά
δείγματα διατροφικών συνηθειών. Οι Σαντορινιοί αιώνες πριν έτρωγαν
ρόδια, σύκα, αμύγδαλα, ελιές, λάδι και όσπρια, κυδώνια, αχινούς,
χτένια, πεταλίδες και τρίτωνες. Μία τετράπλευρη, χαμηλή, λιθόκτιστη
εξέδρα αποτελούσε την εστία κάθε σπιτιού. Πάνω σ’αυτήν ακουμπούσε η
πήλινη χύτρα για βράσιμο τροφίμων. Η εστία χρησίμευε για το ψήσιμο
του κρέατος σε οβελούς, δηλαδή σουβλάκια. Έτσι δείχνουν τα ειδικά
στηρίγματα, οι λεγόμενοι κρατευτές που έχουν βρεθεί στις πρόσφατες
ανασκαφές.

Η κουζίνα της Σαντορίνης: γευστικότατη και ξακουστή.
Λαχταριστή φάβα, αφράτοι ντοματοκεφτέδες και
κολοκυθοκεφτέδες. Νοστιμότατη, πικάντικη μελιτζανοσαλάτα.
Ζουμερά ντοματάκια λιαστά και γευστικός
ντοματοπελτές. Λευκές μελιτζάνες τηγανιτές.
Θαλασσινά, λούντζα σε βισάντο με ζάχαρη και
μαραθόσπορο.

Η ηφαιστειακή στάχτη σε συνδυασμό με την ξηρασία
και την πρωϊνή δροσιά της θάλασσας μετατρέπουν τα προϊόντα σε μικρά
θαύματα της ξερακινής γης, χωρίς νερό.

Η φάβα για τους ντόπιους ήταν
τόσο σημαντική όσο και το ψωμί. Την χρησιμοποιούν σε πολλές
συνταγές. Οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι υπήρχε στο νησί εδώ και
3.500 χρόνια. Έχει αναγνωριστεί ανάμεσα στους καρπούς που
ανακαλύφθηκαν στον προϊστορικό οικισμό του Ακρωτηρίου.

Ο σπόρος φυτεύεται στις 21 Δεκεμβρίου (κυρα
Ελεούσας) σύμφωνα με την παράδοση. Τον Απρίλιο η φάβα βγάζει το
άνθος «λουβί». Το λουβί ξεραίνεται και βγαίνει ο καρπός. Αρχές
Μαΐου η φάβα έχει ξεραθεί πάνω στο φυτό. Ακολουθεί το αλώνισμα στα
αλώνια. Και τέλος το στάδιο της αποφλοίωσης και το άλεσμα.

Η φάβα της Σαντορίνης είναι ονομαστή για τη
νοστιμιάς της και το γρήγορο μαγείρεμά της. Το όσπριο βασικό της
κουζίνας του νησιού. Βράζει πολύ εύκολα. Στο παρελθόν λόγω ανάγκης,
ο κίτρινος «πουρές» της παντρευόταν με άλλα υλικά, όπως σάλτσα
ντομάτας, κάππαρη, κρεμμύδια, κρέας, χταπόδι, και μυρωδικά όπως ο
δυόσμος και ο μαϊντανός.

Δυναμικό παρόν σήμερα σε γκουρμέ πιάτα ξεχωριστής
γαστρονομικής γεύσης κατέχει εξέχουσα θέση στα ντελικατέσεν
διεθνώς. Η τιμή της, είναι πολύ υψηλή. Κάθε χρόνο καλλιεργούνται
στο νησί 18-20 στρέμματα και η τελική παραγωγή φτάνει στους 4-5
τόνους. Η φάβα Σαντορίνης έχει αναγνωριστεί ως Π.Ο.Π. από το
2010.

Ντοματάκι Σαντορίνης

Μόλις το 1850, κάπως αργά, σε σχέση με τα άλλα
τοπικά προϊόντα, εμφανίστηκε στο νησί ένα κατακόκκινο, «φρούτο» με
ελαφρά πεπλατυσμένο σχήμα, ευδιάκριτες κάθετες αυλακώσεις και
υπέροχη υπόξινη γεύση. Προσαρμόστηκε εύκολα στο ηφαιστειογενές
έδαφος, στους δυνατούς ανέμους και στις υψηλές θερμοκρασίες και
χωρίς νερό.

Εδώ φανερώνεται για άλλη μια φορά η σοφία του
οικοσυστήματος. Η υγρασία εξασφαλίζεται από την ομίχλη που
απλώνεται τα βράδια του καλοκαιριού σε  όλο το νησί και
αιχμαλωτίζεται από το έδαφος και τα φύλλα. Από τότε μέχρι σήμερα
άλλες δύο ποικιλίες ζήλεψαν τη δόξα του και εισήχθησαν στο νησί. Η
ελαφρά στρογγυλή, πιο γλυκιά και ανθεκτική «κώτικη». Η μπουρνέλα,
σε σχήμα μικρού αυγού και με έντονα ξινή γεύση.

Στις αρχές του 20ου αιώνα, η ντομάτα
γίνεται σημείο αναφοράς για το νησί. Καλλιεργούνταν 20.000
στρέμματα άνυδρης ξερικής ντομάτας. Λειτουργούσαν 14 εργοστάσια που
την επεξεργάζονταν για να τη μετατρέψουν σε τοματοπολτό και να την
κονσερβοποιήσουν.

Κάποια από τα οποία μπορείτε να δείτε ακόμη στο
Μονόλιθο, στον Περίβολο, στη Βλαχάδα.

Το ντοματάκι Σαντορίνης είναι ένα ξεχωριστό
αγροτικό προϊόν με ιδιαίτερη ιστορία. Η ποικιλία του προέρχεται από
την Αίγυπτο και βρήκε στη Σαντορίνη το ιδανικό άνυδρο περιβάλλον
για να αναπτυχθεί. Για το πως πρωτοήλθε στη Σαντορίνη υπάρχουν
πολλές εκδοχές. Η πιο πιθανή εκδοχή είναι ότι την έφεραν οι
καπετάνιοι της Σαντορίνης που μετέφεραν με τα πλοία τους θηραϊκή γη
για τις ανάγκες της διώρυγας του Σουέζ.

Στις αρχές του 20ου αι. το Σαντορίνιο
ντοματάκι ήταν το κύριο εξαγωγικό προϊόν του νησιού. Αυτή τη μικρή
βιομηχανία κατέστρεψε ο σεισμός του 1956 αλλά και ο ανταγωνισμός, η
χαμηλή στρεμματική απόδοση της Σ.Ν.Καθώς και η αλλαγή της τοπικής
οικονομίας καθώς άρχισε να στρέφεται στον τουρισμό που αναπτύσσεται
συνέχεια. Αυτοί  ήταν οι λόγοι που οι κάτοικοι εγκατέλειψαν
την καλλιέργειά της.

Σήμερα καλλιεργούνται ελάχιστα στρέμματα και μόνο
η Ένωση Αγροτικών Συνεταιρισμών και μεμονωμένοι παραγωγοί,
τυποποιούν το πιο διάσημο προϊόν του νησιού. Αν δοκιμάσετε τους
κλασικούς σαντορινιούς «ντοματοκεφτέδες» ή «ψευτοκεφτέδες»,
φτιαγμένους με την πολτοποιημένη σάρκα αυτού του ξερικού «φρούτου»,
θα μυηθείτε σίγουρα στη γεύση και το άρωμα.

Ένα μοναδικό προϊόν που πρέπει να αναδειχθεί ως
Π.Ο.Π. Φεύγοντας από το νησί μην παραλείψετε να αγοράστε
ντοματοπελτέ σε κονσέρβα για το φαγητό σας, καθώς και λιαστά
ντοματάκια στο ελαιόλαδο για τις μακαρονάδες σας και τις σαλάτες
σας.

Μελιτζάνα λευκή και μοναδική

Πρόκειται για ένα μοναδικό λαχανικό με
αλαβάστρινη όψη και γεύση, πολύ διαφορετικές από τις μαβιές
μελιτζάνες. Κατάλευκη, στην αρχή ξαφνιάζει, αλλά αν τη γευτείτε θα
διαπιστώσετε ότι είναι ασυνήθιστα γλυκιά, νόστιμη και με ελάχιστα
σπόρια στο εσωτερικό της. Δοκιμάστε τη γεμιστή, μαγειρεμένη ή
μελιτζανοσαλάτα.

Η λευκή μελιτζάνα καλλιεργείται μόνο στη
Σαντορίνη έχει έρθει από την Αίγυπτο. Λόγω της μορφολογίας του
εδάφους δεν έχει την κλασική γεύση, όπως επίσης δεν έχει πολλά
σπόρια και είναι ζουμερή και γλυκιά. Εκτός από την μαγειρική είναι
ιδανική και για τηγάνισμα γιατί δεν απορροφά το λάδι.

Το κρασί

Ο οίνος ευφραίνει τις καρδιές των Σαντορινιών. Μοναδικά
κρασιά Ασύρτικο, Αθήρι,
Αιδάνι
 και Visanto. Το φημισμένο
Σαντορινιό κρασί το οποίο χρησιμοποιούσαν οι ορθόδοξες εκκλησίες
της Ρώσικης αυτοκρατορίας για τη Θεία Μετάληψη.

Τα αυτόχθονα κλήματα ευδοκιμούν σε αμμώδες έδαφος, φτωχό σε
άργιλο, που αποτελείται από λάβα και ηφαιστειακή στάχτη. Εξαιτίας
των μελτεμιών οι αμπελουργοί, εδώ και χιλιάδες χρόνια, εφαρμόζουν
ένα σωτήριο τρόπο κλαδέματος των αμπελιών. Στριφογυρίζουν το κλήμα
γύρω – γύρω ώστε να σχηματιστεί ένα στρογγυλό προστατευτικό καλάθι,
η
λεγόμενη αμπελιά ή κουλούρα,
μέσα στην οποία μεγαλώνουν προστατευμένα τα τσαμπιά. Πρόσθετη
προστασία από την αιολική διάβρωση, προσφέρουν οι ξερολιθιές,
κλιμακωτές πεζούλες χτισμένες με κομμάτια πετρωμένης λάβας.

Τα κρασιά της Σαντορίνης κατέχουν εξέχουσα θέση στην ελληνική
και διεθνή αγορά. Κορανίδα  όλων αυτών το visantο
αναγνωρισμένο Π.Ο.Π.

Τα λευκά ξηρά  Νυχτέρι και το παγκόσμιας
φήμης γλυκό vinstato είναι αναγνωρισμένο Π.Ο.Π. απότ ο 1997.

Υπάρχουν ενδείξεις ότι η αμπελουργία και η
οινοποίηση στη Σαντορίνη έχει παράδοση 3.500 χρόνων. Στις ανασκαφές
του Ακρωτηρίου βρέθηκαν αγγειογραφίες που αναπαριστούν τσαμπιά
σταφυλιών, καθώς και η πληθώρα σκευών, αμφορείς που κατασκευάζονταν
ειδικά για τη μεταφορά υγρών, μαρτυρούν την οινοποιητική ιστορία
του νησιού.

Άλλωστε ακόμη και σήμερα, στα τέλη Αυγούστου ο
τρύγος είναι μια μοναδική γιορτή στο νησί. Ποικιλίες ξεχωριστές,
μαύρες μανδηλάρες, ασύρτικα και αηδόνια, γεμίζουν τις κοφίνες και ο
μούστος ρέει άφθονος στα πατητήρια.

Ο Συνεταιρισμός “Santo” έχει ιδρυθεί το 1947.
Έχει 1.100 ενεργά μέλη, όλους δηλαδή τους παραγωγούς που
καλλιεργούν ντομάτα, φάβα και σταφύλια.

Εκτός από τις ομορφιές του νησιού, εξίσου
εντυπωσιακές είναι και οι γεύσεις που χαρίζει η Σαντορινή κουζίνα.
Σαντορίνια σαλάτα, γεμιστά στρογγυλά κολοκύθια, το απόχτι και τα
λουκάνικα, η μπραντάδα, τα μελιτίνια και κουφέτα.

Οι κάτοικοι του νησιού εξαιτίας των απότομων
ακτών στρέφεται στην καλλιέργεια της γης και λιγότερο στο ψάρεμα.
Αυτό το γεγονός άφησε αρκετό χώρο στην κουζίνα, όπως άλλωστε και σε
όλα τα νησιά του Αιγαίου, για το κατεξοχήν «ψάρι του
βουνού»
, τον μπακαλιάρο
!

Δοκιμάστε την σε μια παραλλαγή πορτογαλέζικης
«μπραντάδας», ψημένο στο φούρνο, με τη δυνατή γεύση μιας
κρεμώδους κόκκινης σκορδαλιάς. Τα ψαρόλια, τα
μικρά λιαστά ψαράκια, και το λευκόσαρκο σαλάχι σκορδαλιά. Δοκιμάστε
τις κατακόκκινες σκορπίνες, ψητές στη σχάρα. Το ροφό στη γάστρα,
ψημένο με θαλασσινό νερό.

Τηγανίζουν κομμάτια μπακαλιάρου  τα οποία
μπαίνουν σε πυρέξ και περιχύνονται με μείγμα από σάλτσα ντομάτας
και αραιής σκορδαλιάς που έχουν ενωθεί σε μια λεία ομοιόμορφη κρέμα
και ψήνονται στο φούρνο.

Φάβα γιαχνί: Κάτι που απαιτεί τα λιαστά
μπουμπούκια του φυτού για να γίνει σωστά.

Απόχτι: Παστό παρόμοιο με τη λούζα που
παρασκευάζεται στη Σαντορίνη

Από γλυκά το πιο παραδοσιακό είναι το
κουφέτο.Με ασπρισμένα αμύγδαλα βρασμένα σε σιρόπι
και ντόπιο μέλι θεωρείται το παραδοσιακό γλυκό του γάμου.

Μελιτίνια: παραδοσιακό γλυκό.

Top